- συνεμπέσοι
- συνεμπέσοῑ , συνεμπίπτωfallaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεμπίπτω — Α [ἐμπίπτω] 1. πέφτω μέσα μαζί («συνεμπίπτειν εἰς τὸ πῡρ», Λουκιαν.) 2. επιτίθεμαι, προσβάλλω μαζί 3. (για νόσο) ενσκήπτω ταυτοχρόνως 4. γίνομαι ταυτοχρόνως, συμπίπτω («εἴ τι τοιοῡτον συνεμπέσοι αὐτῷ», Αριστοτ.) 5. συμβαίνω κατά παρόμοιο τρόπο 6 … Dictionary of Greek